- σπέργουλος
- σπέργουλοςSee also: s. σποργίλος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
σπέργουλος — και πέργουλος ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀρνιθάριον ἄγριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπέργουλος / πέργουλος είναι παρλλ. τ. τής λ. σποργίλος* και προήλθε πιθ. από έναν δωρ. τ. *σπεργ ύλος, όπου η κατάλ. προφέρθηκε ως ουλος] … Dictionary of Greek
σποργίλος — ὁ, Α είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ ίλος / σπέργ ουλος συνδέονται με τ. τής Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό… … Dictionary of Greek
πέργουλος — ὁ, Α βλ. σπέργουλος … Dictionary of Greek